- μετεωροσκοπικός
- -ή, -ό(Α μετεωροσκοπικός, -ή, -όν [μετεωροσκόπος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετεωροσκόπο ή στο μετεωροσκόπιο («μετεωροσκοπικές παρατηρήσεις»)αρχ.φρ. α) «μετεωροσκοπική τέχνη» — η μετεωροσκοπίαβ) «μετεωροσκοπικὸν ὄργανον» — το μετεωροσκόπιο.επίρρ...μετεωροσκοπικώς και -άαπό μετεωροσκοπική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.